εμπρηστικός

εμπρηστικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον εμπρησμό ή ο κατάλληλος για μετάδοση τής φωτιάς («εμπρηστικές ύλες, βλήματα κ.λπ.»)
2. μτφ. αυτός που συντελεί στην αναζωπύρηση παθών («εμπρηστική αρθρογραφία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμπρηστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον εμπρησμό, ο κατάλληλος για εμπρησμό: Εμπρηστικές ύλες. 2. μτφ., που ξεσηκώνει πάθη τα οποία είχαν κατασιγάσει, ο εξερεθιστικός: Εμπρηστικές δηλώσεις πολιτικού αρχηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… …   Dictionary of Greek

  • εμπρηστήριος — α, ο εμπρηστικός, που χρησιμεύει για εμπρησμό …   Dictionary of Greek

  • πυρδαής — ές, Α (για την Αλθαία που καίει τον μοιραίο δαυλό τού Μελεάγρου) αυτός που καίει κάτι στη φωτιά, εμπρηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής] …   Dictionary of Greek

  • πυρπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρπόληση ή αυτός που προξενεί πυρπόληση, εμπρηστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρπολικό ναυτ. πλοίο που χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές, από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα, το οποίο …   Dictionary of Greek

  • πυρπολικός — ή, ό 1. που αναφέρεται ή ανήκει στην πυρπόληση, εμπρηστικός. 2. το ουδ. ως ουσ., πυρπολικό πλοίο με εύφλεκτες ύλες για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, αλλ. μπουρλότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”